συναποσεμνύνει

συναποσεμνύνει
συναποσεμνύ̱νει , συναποσεμνύνω
exalt
aor subj act 3rd sg (epic)
συναποσεμνύ̱νει , συναποσεμνύνω
exalt
pres ind mp 2nd sg
συναποσεμνύ̱νει , συναποσεμνύνω
exalt
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συναποσεμνύνω — Α εκθειάζω μαζί με άλλον («τὸ δὲ πλῆθος ἐπευφημεῑ καὶ συναποσεμνύνει τὴν δόξαν τοῡ τετελευτηκότος», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀποσεμνύνω «εξυμνώ, εγκωμιάζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”